- ταχύχειρ
- τᾰχῠ-χειρ, ὁ, ἡ, gen. χειρος,A quick of hand, nimble, Critias 55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α ο γρήγορος στα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + χειρ (< χείρ [ἡ] «χέρι»), πρβλ. πολύ χειρ] … Dictionary of Greek
ταχυχειρία — η, ΝΜΑ [ταχύχειρ] η ταχύτητα, η επιδεξιότητα στην κίνηση τών χεριών … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek